μαρκάλισμα

μαρκάλισμα
το
1. η σεξουαλική επαφή των τράγων και των κριαριών, το βάτεμα.
2. η εποχή γονιμοποίησης πρόβατων και γιδιών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαρκάλισμα — ατος, το [μαρκαλίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαρκαλίζω, η σεξουαλική επαφή ζώων και ιδίως γιδιών και προβάτων, η οχεία, το βάτεμα …   Dictionary of Greek

  • οχεία — (I) η (Α ὀχεία) [οχεύω] (για αρσεν. ζώο) σαρκική ένωση με το θηλυκό που γίνεται με σκοπό την αναπαραγωγή, βάτεμα, μαρκάλισμα αρχ. 1. (για φυτά) γονιμοποίηση. (II) ὀχεία, ἡ (Α) [οχώ] (ενν. ποντία) αυτή που κρατά το πλοίο στη θάλασσα, δηλαδή η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”